ὑποτροπιάζειν

ὑποτροπιάζειν
ὑποτροπιάζω
return again
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποτροπιάζω — ὑποτροπιάζω ΝΑ [ὑποτροπή] (για νόσο) επανέρχομαι, εμφανίζομαι καθ υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί το έλκος του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν ὅταν πεπαυμένης τῆς νόσου πάλιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”